- ακρότομος
- ος , ον1) ампутированный; 2) обрывистый, крутой, срезанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακρότομος — ἀκρότομος, ον (AM) αυτός που είναι απότομα κομμένος στο άκρο του, απότομος, απόκρημνος, κοφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + τομος < τέμνω. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτομία] … Dictionary of Greek
ἀκρότομος — cut off sharp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρότομον — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem acc sg ἀκρότομος cut off sharp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμοιο — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμοις — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμου — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμους — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμων — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτόμῳ — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρότομα — ἀκρότομος cut off sharp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρότομε — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)